ολημέρα

ολημέρα
και ολήμερα
επίρρ.
1. ολημερίς, καθ' όλη την ημέρα, από το πρωί ως το βράδυ
2.συνεκδ. κάθε μέρα, καθημερινά, χωρίς διακοπή, συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. όλη (την) ημέρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολημέρα — και ολημερίς (επίρρ. χρον.), όλη τη μέρα: Σε περίμενα ολημέρα, αλλά δεν ήρθες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολημερίς — και ολημερνίς (Μ ὁλημερίς και ὁλημερνίς) επίρρ. 1. καθ όλη τη διάρκεια τής ημέρας, από το πρωί ώς το βράδυ (α. «ολημερίς τό χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν» β. «ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι») 2. κάθε μέρα, καθημερινά, χωρίς διακοπή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”